clandestino - ορισμός. Τι είναι το clandestino
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι clandestino - ορισμός


clandestino         
adj.
1) Secreto, oculto. Se aplica generalmente a lo que se hace o se dice secretamente por temor a la ley o para eludirla.
2) Derecho. Se dice del impreso sin pie de imprenta, o que lo lleva imaginario o falso o que se publica sin observancia de los requisitos legales.
Derecho.
clandestino         
clandestino, -a (del lat. "clandestinus") adj. Hecho *ocultándose de las autoridades: "Una reunión [o una publicación] clandestina". Encubierto, pirata, subrepticio. Clandestinamente, a escondidas, furtivamente, a hurtadillas, en la oscuridad, en la sombra. *Oculto. *Ilegal. *Prohibir.
clandestino         
Derecho.
Se dice del impreso sin pie de imprenta, o que lo lleva imaginario o falso o que se publica sin observancia de los requisitos legales.

Βικιπαίδεια

Clandestino
Clandestino o clandestinos puede referirse a:
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για clandestino
1. Lidia, tantas veces canal clandestino de su hermanastro.
2. Toda la familia pasó por el centro clandestino Olimpo.
3. Clausuran taller clandestino donde 20 bolivianos eran ?esclavizados El gobierno porteño clausuró un taller textil clandestino del barrio de Floresta donde trabajaban y vivían en ?condiciones inhumanas? unos 20 bolivianos, entre empleados y sus hijos.
4. El dueño hacía una revista erótica, pero en plan clandestino.
5. Más le hubiera valido seguir de imprentero clandestino.
Τι είναι clandestino - ορισμός